- ἡρωογράφος
- ἡρωο-γράφος, ὁ, Verfasser eines heroischen Gedichtes, Tzetz.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηρωογράφος — ἡρωογράφος, ον (Α) συγγραφέας ηρωικού ποιήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + γράφος*] … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek